Το πρόβλημα με τη δημοκρατία στην Ελλάδα

Συγγραφέας: Φαρις Νεζαντ

Το ακριβό τροπικό φυτό που είχα κάνει δώρο στον εαυτό μου για τα γενέθλιά μου, πέθανε σιγά σιγά μπροστά στα μάτια μου πρόσφατα. Ήμουν απόλυτα σίγουρος πως ακολουθούσα τις οδηγίες για τη φροντίδα του φυτού με απόλυτη ακρίβεια. Μετρούσα το νερό προσεκτικά και είχα τοποθετήσει το φυτό στο ιδανικό σημείο ώστε να δέχεται το απαιτούμενο φως. Ήταν μόνο έπειτα από τη σχετική συναισθηματική μου ανάρρωση που κατάφερα να αναλύσω τί είχε συμβεί. Η αλήθεια είναι πως ένα φυτό δε χρειάζεται μόνο τη σωστή ποσότητα νερού και φωτός για να επιζήσει, είναι ολόκληρο το περιβάλλον του που χρειάζεται να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένο. Αν βρεθεί σε ένα ακατάλληλο περιβάλλον, δεν αναπτύσσεται και τελικά πεθαίνει. Κάτι που ο ανθοπώλης δε μοιράζεται μαζί σου την ώρα της αγοράς. 

Συχνά σκεφτόμαστε πως αν ψηφίζουμε μία φορά κάθε λίγα χρόνια, και στη συγκεκριμένη περίπτωση πιο συχνά, διαφυλάσσουμε επιτυχώς τη δημοκρατία. Επιλέγουμε τους υποψηφίους μας, κλείνουμε τα σχολεία για να χρησιμοποιηθούν ως εκλογικά κέντρα, ψηφίζουμε κι έπειτα γυρίζουμε στο σπίτι και γκρινιάζουμε για τους ανθρώπους τους οποίους μόλις ψηφίσαμε, μέχρι τις επόμενες εκλογές. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου λησμονούμε ολες τις υποχρεώσεις μας απέναντι  στη δημοκρατια , ακριβώς όπως έκανα με το φυτό μου, ανάμεσα στα διαλείμματα του ποτίσματος. 

Μία υγιής δημοκρατία μπορεί να επιβιώσει μόνο σε ένα ορθό και δίκαιο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον κι εμείς, ως πολίτες, είμαστε υποχρεωμένοι να προωθούμε και να προστατεύουμε ένα τέτοιο περιβάλλον συνεχώς. Αντίστοιχα με τη στρατηγική του ανθοπώλη, μην περιμένεις να τα ακούσεις αυτά από κάποιον υποψήφιο πολιτικό. 

Θα περίμενες και θα ήλπιζες να πιστέψεις πως η Ελλάδα είναι ίσως η πιο άξια χώρα στη γη να έχει το σωστό οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον για να γαλουχήσει τη δημοκρατία. Δυστυχώς όμως, ένας πολιτισμός δεν μπορεί να θεωρει ότι διαθέτει το κατάλληλο περιβάλλον για τη δημοκρατία μόνο και μόνο επειδή την εφηύρε. 

Το σωστό οικονομικό περιβάλλον για τη δημοκρατία υπαγορεύει μία υγιή αλληλεπίδραση μεταξύ της κυβέρνησης και των πολιτών, ενώ κανένα από τα δύο μέρη δε θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητο από το άλλο. Η κυβέρνηση θα πρέπει να βασίζεται στους πολίτες για τη συλλογή των φόρων, η οποία καθιστά δυνατή την παροχή υπηρεσιών και οι πολίτες πρέπει να βασίζονται στην κυβέρνηση γι' αυτές τις ζωτικές υπηρεσίες και να πληρώνουν τους φόρους τους. Όταν οι αρχές έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια τα οποία προέρχονται από άλλη πηγή, εκτός αυτής της διμερούς αλληλεπίδρασης, η εξάρτηση της κυβέρνησης από τους πολίτες μειώνεται και το περιβάλλον γίνεται περισσότερο επιδεκτικό στη διαφθορά και στην εκμετάλλευση, πράγμα το οποίο τελικά οδηγεί στο θάνατο ολόκληρου του δημοκρατικού συστήματος.

Όπως συμβαινει σε κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής, όπου χάρη στις εξαγωγές πετρελαίου, οι κυβερνήσεις είναι οικονομικά ανεξάρτητες από τους πολίτες, η πρόσβαση της Ελλάδας σε Ευρωπαϊκά κεφάλαια με τη μορφή επιδοτήσεων και δανείων, έχει καταστήσει τις κυβερνήσεις της ανεξάρτητες από τους πολίτες. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κυβέρνηση λειτουργεί περισσότερο ως ένας διανομέας του πλούτου παρά ως ένας διαχειριστής μίας δίκαιης φορολογίας και μία έμπιστη αρχή παροχής υπηρεσιών. Σε ένα τέτοιο ανθυγιεινό περιβάλλον, η ευνοιοκρατία, η οικογενειοκρατία, η φαυλοκρατια, η διαφθορά και, το χειρότερο, η ασυδοσία γίνεται ανεξέλεγκτη, καθιστώντας αδύνατη τη συνθήκη της επιβίωσης της δημοκρατίας. Σε έναν εφιάλτη όπως αυτός, εφόσον η πηγή του πλούτου βρίσκεται ολοκληρωτικά υπό τον έλεγχο των αρχών, οι πολίτες κάνουν τις πολιτικές τους επιλογές βασιζόμενοι στην προοπτική του χρηματικού, οφελους ή με τη μορφή των   εξυπηρετήσεων,  από την κυβέρνηση. Δυστυχώς, οι επιλογές αυτές αφορούν συχνά καιροσκοπικά και βραχυπρόθεσμα οφέλη, ενώ δεν αποτελούν συνετές αποφάσεις για τη συνολική πρόοδο της κοινωνίας. Ένας πολίτης, σε αυτή την περίπτωση, ψηφίζει ένα κόμμα ή κάποιον υποψήφιο με αντάλλαγμα τις χάρες που του έχουν υποσχεθεί. Έτσι, το δικαίωμα του πολίτη μετατρέπεται σε μία υπόσχεση χωρίς καμία ανταπόκριση  για τους διανομείς του πλούτου. Η εξίσωση είναι απλούστατη: αν δεν πληρώσεις μόνος σου για τα λαχανικά σου, μειώνονται οι πιθανότητες να μετρήσεις τα ρέστα που θα σου δώσει ο μανάβης και ενθαρρύνεις και προωθείς τη διαφθορά. Και στο τέλος της αγοράς, είσαι εσύ που ευχαριστείς το μανάβη κι όχι το αντίθετο. 

Η καταστροφική φόρμουλα επιβεβαιώνεται ιδιαίτερα στην Ελλάδα με τον τεράστιο δημόσιο τομέα,του οποιου οι φόροι των υπαλλήλων εισπρατονται ως άμεση αφαίρεση από τους μισθούς τους, καθορισμενοι από την ίδια την κυβέρνηση. Στην περίπτωση αυτή, ένας δημόσιος υπάλληλος το βρίσκει ευκολότερο και είναι πιθανότερο να στοχεύσει σε μία αύξηση μισθού και στην απόκτηση περισσότερων προνομίων, παρά να βάλει τις αρχές να λογοδοτήσουν για τις ειπραξεις που έχουν ήδη κανει. Αυτό ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο τη διαφθορά και χλευάζει το δικαίωμα του πολίτη να εξετάσει τις οικονομικές δραστηριότητες των αρχών. 

Αν η δυνατότητα μίας κυβέρνησης να έχει πρόσβαση σε πηγή πλούτου διαστρεβλώνει τη σχέση της με τους πολίτες, τότε, πώς είναι δυνατό μια χώρα όπως η Νορβηγία, με πρόσβαση σε μία μεγάλη πηγή πετρελαϊκού πλούτου, να φιλοξενεί τη δημοκρατία; Η αλήθεια, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, είναι πως όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το σωστό κοινωνικό περιβάλλον συνεισφέρει στην εφαρμογη της δημοκρατίας. Αν και το τροπικό φυτό μου δε θα επιζούσε ούτε στη Νορβηγία, η δημοκρατία ακμάζει εκεί, καθώς οι εκλεγμένες αρχές της Νοβηγίας έχουν περάσει νόμους που απαγορεύουν στη χώρα να χρησιμοποιεί μεγάλο ποσοστό των εσόδων από τις εξαγωγές του πετρελαίου για την παροχή υπηρεσιών. Αντί να χρησιμοποιούν τις «πετρελαϊκές» Κορώνες τους δωροδοκώντας αυτή τη γενιά Νορβηγών ώστε να παραμείνουν στην εξουσία, ψήφισαν νόμους που υποχρεώνουν τις αρχές να επενδύουν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που προέρχονται από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων προς όφελος των μελλοντικών γενεών. Αυτό είναι δυνατό στη Νορβηγία για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι πως η σύγχρονη γενιά Νορβηγών εμπιστεύεται τον πλούτο στις αρχές της χώρας και ο δεύτερος πως ο μέσος Νορβηγός δεν είναι αναγκασμένος να ψηφίσει το θείο του για δήμαρχο για να ασφαλτοστρώσει το χωματόδρομο μπροστά στο σπίτι του. Ο δρόμος μπροστά στο σπίτι του είναι ήδη ασφαλτοστρωμένος. 

Είναι η αντίστοιχη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις αρχές από τους Έλληνες πολίτες που οδηγεί σε μία αλυσίδα προβλημάτων και σε μια σειρά ανεπαρκών εκλεγμένων κυβερνήσεων. Η αλήθεια είναι πως λίγοι εμπιστεύονται το σύστημα αρκετά ώστε να μπορούν να επενδύσουν στο μέλλον της χώρας. Ως εκ τούτου, πάντα ψηφίζουμε υποψήφιους που υπόσχονται άμεσο κέρδος και όχι μακροπρόθεσμα σχέδια προόδου. Με απλά λόγια, δε θέλουμε να μένουν τα λεφτά μας στα χέρια τους για πολύ. Αυτό είναι ξεκάθαρο στην περίπτωση των συνταξιούχων που αποτελούν την  πλειοψηφία των ψηφοφόρων στην Ελλάδα. Θα ήταν αδύνατο να πεισθεί ένας μέσος παππούς στην Ελλάδα να αποδεχθεί μια μικρή μείωση της σύνταξής του για να επενδυθεί το ποσό αυτό προς όφελος των μελλοντικών γενεών. Ο παππούς προτιμα να κρατα αυτό το ποσο στη δικη του τσεπη ώστε να εχει ο ιδιος τον ελεγχο για να τα δωσει στο εγγονι του οποτε αυτος νομιζει ότι χρειαζεται . Αυτός είναι ο λόγος που σήμερα, κανένας υποψήφιος δεν υπόσχεται τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας, τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος ή την με οποιονδήποτε τρόπο επένδυση στο μέλλον της χώρας. Ξέρουν πως, έτσι κι αλλιώς, δε θα γίνουν πιστευτοί. Αντιθέτως, αυτό στο οποίο επικεντρώνονται, αυτό που αναλύουν ξανά και ξανά κι αυτό για το οποίο κάνουν υποσχέσεις είναι η κατώτατη σύνταξη στη δεδομένη χρονική στιγμή. Ούτως ή άλλως, αξίζει να σημειωθεί πως εξαιτίας δημογραφικών ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδας, είναι περισσότεροι οι γέροντες με δικαίωμα ψήφου από ότι οι νέοι κι ένας υποψήφιος, για να κερδίσει ψήφους, θα πρέπει να εστιάσει στη γηραιότερη γενιά, η οποία θέλει τα χρήματά της τώρα. 

Η οικονομική επιβράβευση και η δίκαιη φορολογία είναι ένας άλλος κύριος παράγοντας που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την επιβίωση της δημοκρατίας. Σε μία δίκαιη και εξελισσόμενη κοινωνία, η οικονομική επιβράβευση θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με την παραγωγικότητα και οι πολιτικές φορολογίας θα πρέπει πάντα να ενθαρρύνουν την παραγωγικότητα. Δυστυχώς στην Ελλάδα, έχουμε φτάσει σε μία κατάσταση όπου οι επιδοτήσεις και οι αποζημιώσεις για μη παραγωγή ξεπέρασαν την οικονομική επιβράβευση για την πραγματική παραγωγή σε πολλές βιομηχανίες. Ένα τέτοιο οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς ενέσεις από εξωτερικές πηγές, ενώ παίρνει μαζί στο θάνατό του κάθε δημοκρατικό στοιχείο της κοινωνίας. 

Η διατηρηση της κοινωνιας ειναι τοσο ακριβη που δεν μπορουμε να κανουμε καμια επενδυση για το μελλον. Δυστυχως μολις τωρα εχουμε αρχισει να το καταλαβαινουμε, τωρα που η πηγη κεφαλαιων από το εξωτερικο στεγνωσε. Τραγικά, η μόνη λύση που μπορούσαν να βρουν οι πολιτικοί ήταν η αύξηση των φόρων στο μοναδικό παραγωγικό τομέα της οικονομίας, στον ιδιωτικό τομέα, καταστρέφοντας έτσι κάθε ελπίδα ανάκαμψης. Είναι το ακριβως αντίθετο αυτης της πολιτικης που χρειάζεται ώστε να υποστηριχθεί η επιβίωση της οικονομίας, αλλά οι πολιτικοί δεν έχουν περιθώριο να πάρουν αυτές τις αποφάσεις. Δεν έχουν περιθώριο να συλλογιστούν το μακροπρόθεσμο όφελος της κοινωνίας, το άρρωστο δημοκρατικό μας σύστημα δεν το επιτρέπει. Έχουμε δημιουργήσει ένα σύστημα στο οποίο αν οι πολιτικοί πάρουν τις σωστές αποφάσεις θα απομακρυνθούν αμέσως. Μ' αυτόν τον τρόπο οι εκλογές, αντί να συνεισφέρουν θετικά στο δημοκρατικό μας σύστημα, το σταματούν από την αναζήτηση διεξόδου και καταστρέφουν τις ρίζες του. Κάθε φορά που ψηφίζουμε, καταστρέφουμε όλο και περισσότερο το σύστημα, ακριβώς όπως εγώ σκότωσα το φυτό μου πλημμυρίζοντάς το. 

Είναι το σύστημα και οι συνθήκες που έχουμε δημιουργήσει που καταστρέφουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη δημοκρατία μας. Αντί όμως να σχηματίσουμε μια εθνική αρχή επαναξιολόγησης του συστήματος και να βρούμε λύσεις, εμείς ζητάμε εκλογές και αλλάζουμε τους διαχειριστές του συστήματος. Η ειρωνία της υποθεσης  , κάθε φορά που ψηφίζουμε δικαιολογούμε την ύπαρξη του συστήματος που γνωρίζουμε πως δε δουλεύει. Γυρίζοντας από το εκλογικό κέντρο χαμογελάμε περήφανα και είμαστε ικανοποιημένοι που συνεισφέραμε στη δημοκρατία μας για άλλα τέσσερα χρόνια, ή ίσως λιγότερα. Εξαρτάται αν ο δρόμος μπροστά στο σπίτι μας θα έχει στρωθεί με άσφαλτο μέχρι τα παιδιά μας να είναι έτοιμα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να βρουν μια δουλειά.